Δημήτρης Μποσκαΐνος, «… Χέρι… χέρι»

Το λεπτό και κοκκαλιάρικο χέρι της τον γράπωσε με δύναμη.
  Από κάτω το χάος.
  Εκείνος έσφιξε το δικό του, τεράστιο, βρώμικο και δυνατό σε μια σωτήρια λαβή. Ήταν ανάλαφρη. Περίμενε να την τραβήξει γρήγορα επάνω. Αντ’ αυτού άρχισε να τη λικνίζει σαν εκκρεμές. Έβαλε δύναμη και πάνω στη μεγαλύτερη ταλάντωση έδωσε μια και την ανέβασε πάνω. Την πέταξε κατά γης.
  Εκείνη ένοιωσε να πέφτει στα μαλακά.
  Οι πέτρες και το κακοτράχαλο έδαφος στο χείλος του γκρεμού της φάνηκαν ένα μαλακό στρώμα σε σχέση με το χαώδες άνοιγμα στο οποίο κρεμόταν ένα λεπτό πριν. Λύτρωση.
 Δευτερόλεπτα πριν κλείσει τα μάτια της από ένα κοκτέιλ εξάντλησης κι ανακούφισης, το μεσημεριανή ηλιόφως πήρε να σκοτεινιάζει ξαφνικά. Πρόλαβε να δει την τεράστια αρβύλα του να προσγειώνεται σαν αμόνι στον δεξί της ώμο. Την πίεζε σταθερά στο χώμα μην έχοντας αφήσει ακόμη την παλάμη της από τη δική του. Έπιασε και με το άλλο του χέρι κάπου στον αγκώνα της.
  Και τότε ξαφνικά κι απροειδοποίητα… τράβηξε.
  Γρήγορα και δυνατά.
 Ένοιωσε να της βγαίνει η ψυχή από το στόμα. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και κόντεψαν να πεταχτούν έξω από το κρανίο της. Γύρισαν αμέσως ανάποδα κι έμεινε να τον κοιτάει άψυχα με μάτια μπαλάκια του πινγκ πονγκ. Τόσο πόνο αισθάνθηκε καθώς εκατομμύρια βελόνες εξαπλώνονταν από τον ώμο της σε όλο της το κορμί.
  Λιποθύμησε κι άρχισε ν αλλάζει χρώμα από το τραυματικό σοκ.
  Δεν πρόλαβε να δει το δεξί της χέρι να αποκολλάται από το υπόλοιπο σώμα της.
Έβαλε το χέρι σε ένα σακί που είχε κρεμασμένο στην πλάτη του και με περισσή ευκολία σήκωσε το σώμα που αιμορραγούσε στην πλάτη. Δεν ένοιωθε σχεδόν καθόλου το βάρος του.
  Μπροστά στο γιγάντιο σώμα του ήταν σα να κουβαλάει ένα θήραμα κυνηγιού, ένα σφάγιο μετρίου μεγέθους.
  Η σπηλιά – κρυψώνα του ήταν κοντά. Θα ασχολιόταν αύριο, να κρύψει τα αίματα.
  Μέσα στη σπηλιά το σκοτάδι ήταν απόλυτο. Την άφησε κάτω κι άναψε ένα δαδί. Τρεμάμενοι τοίχοι άρχισαν να φεγγοβολούν απειλητικά τριγύρω. Την έσυρε ανάμεσα σε δαιδάλους και σκοτεινούς διαδρόμους μέχρι που έφτασε σε ένα πλάτωμα με μια μεγάλη πέτρα στη μέση , μια πέτρα μα σχήμα σφαίρας. Μετακίνησε με κόπο την πέτρα στο πλάι.
  Αποφορά κι αποσύνθεση πλημμύρισαν το χώρο, κι αυτός μονάχα γρύλλισε σα ζώο. Κοίταξε την τρύπα που έχασκε αβυσσαλέα κάτω από την πέτρα. Έσυρε το κορμί της και την πέταξε μέσα, ξανακλείνοντας το φυσικό πηγάδι. Ένα πηγάδι γιομάτο Θάνατο.
  Προσπερνώντας την μεγάλη αίθουσα μπήκε δεξιά σ ένα στενό πέρασμα και βγήκε στο χώρο του. Ένα αποστεωμένο τσοπανόσκυλο φύλακας τον περίμενε στο σκοτάδι κουνώντας χαρούμενο την ουρά του, τον είχε μυρίσει από ώρα γι αυτό δε γαύγισε καθόλου. Το χάιδεψε άγρια και του πρότεινε πρωτόγονα το άψυχο χέρι της κοπέλας. Ο σκύλος τρομαγμένος το μύρισε κι οπισθοχώρησε μυξοκλαίγοντας μην αφήνοντας καθόλου από τα μάτια του εκείνον.
Το αφεντικό
Το γιατάκι του ήταν σε ένα μακρύ και σχετικά στενό διάδρομο πολλών μέτρων. Ένα πρόχειρο κρεβάτι με ξύλο κι άχυρα, με μια βρώμικη και ξηλωμένη κουβέρτα από πάνω. Παραδίπλα είχε ένα μικρό τραπέζι με κάτι μικρά σαπισμένα ξύλινα κιβώτια επάνω και δυο στάμνες. Η μεγάλη είχε μέσα νερό. Στη μικρή με το πώμα φύλαγε λίγο κρασί. Πέταξε στο σκύλο ένα ξεροκόμματο μπαγιάτικο ψωμί και ρούφηξε λαίμαργα από το κανάτι με το κρασί χύνοντας λίγο στο λερό πουκάμισό του.
  Άναψε με το δαδί του τρία μικρά λαδοκάντηλα που είχε τοποθετημένα σε εσοχές του τοίχου. Καθώς ο χώρος φωτίστηκε τρεμάμενα αλλά επαρκώς για εκείνον, έσβησε το δαδί σε μια μικρή φυσική λεκάνη με άμμο.
  Περπάτησε στο ζόφο του ημισκότεινου διαδρόμου. Το μεγαλύτερο μέρος του ήταν επενδεδυμένο με πέτρα. Μεγάλες ακατέργαστες πέτρες σε γκρι καφέ απόχρωση που ήταν χτισμένες με το βάρος τους χωρίς λάσπη. Η μια πάνω στην άλλη. Προσπάθησε να κουνήσει κάποιες. Έψαξε για την πιο χαλαρή και τη βρήκε. Την κούνησε με τέτοια μανία που την ξεκόλλησε με μιας από τον τοίχο. Χαμογέλασε. Σήκωσε το χέρι από το πάτωμα της σπηλιάς και το στρίμωξε στην οπή που άφησε η βγαλμένη πέτρα. Έπιασε μικρότερες πέτρες που ‘τανε διάσπαρτες στο πάτωμα και τις στρίμωξε όπως – όπως γύρω από τα κενά που άφηνε ο απάνθρωπα ξεριζωμένος βραχίονας στον τοίχο. Όταν σταθεροποίησε το χέρι έπιασε να το χαζεύει. Ντελικάτο παρά το θαμπό υπόλευκο χρώμα του. Τα νύχια είχαν σπάσει από την πτώση της κοπέλας καθώς την κυνηγούσε λίγο πριν το γκρεμό. Φορούσε ένα δαχτυλίδι αρραβώνων. Δεν το πείραξε. Έκανε το χέρι ομορφότερο. Το πλησίασε κι άρχισε να το μυρίζει. Κοκκίνισε. Έπεσε στο ένα γόνατο κι έβαλε το κεφάλι του κάτω από την γυμνή παλάμη σε ένα παρανοϊκό μα συνάμα, στοργικό κι ανάποδο χάδι. Σηκώθηκε όρθιος κι άνοιξε το πουκάμισο του. Πλησίασε το χέρι που παγωμένο τον άγγιξε στο στήθος. Ένοιωσε να καίει από μέσα του παρά την παγωνιά της νεκρής σάρκας. Φούντωσε ολόκληρος κι ένοιωσε να χτυπάνε τα μηλίγγια του σα ταμπούρλο. Καύλωσε.
  Κοίταξε δεξιά και χαμογέλασε λυκίσια με τα σάλια του να τρέχουν.
  Το θέμα ήταν μακάβριο. Μια εικόνα βγαλμένη από τους πιο τρομερούς εφιάλτες.
  Μια στιγμή σταλμένη από τα βάθη της Κόλασης.
  Το πέτρινο τείχος δεξιά του ήταν γεμάτο γυναικεία δεξιά χέρια που έχασκαν στο διάδρομο.
  Xέρια μικρά και λεπτά, άλλα μακριά και ψωμωμένα. Χέρια από κοπέλες αλλά κι από μεσήλικες γυναίκες. Χέρια με μακριά νύχια κι άλλα με φαγωμένα, εφηβικά. Κάποια φορούσαν κοσμήματα, βραχιόλια ή δαχτυλίδια. Χέρια με τεντωμένες παλάμες και χέρια όπου τα δάχτυλα συστρέφονταν ελαφρώς.
  Δεκάδες χέρια, όπου έφτανε το μάτι …κι όλα δεξιά. Σαν πολλές γυναίκες μαζί να προσπαθούσαν ν αρπάξουν κάτι διερχόμενο από το σκοτεινό σπηλαιώδη διάδρομο.
  Όσο προχωρούσε σε μήκος αυτή η τραγελαφική παρωδία, τα χέρια μαραίνονταν από την παλαιότητα και την αποσάθρωση. Τα τελευταία, μέχρι εκεί που έβλεπε, ήταν σκέτοι λευκοί σκελετοί με σάπιες πέτσες να σκεπάζουν κάποια σημεία τους σα βρώμικες λινάτσες.
  Συσπάστηκε στο υπογάστριο κι έχυσε μέσα στο παντελόνι του με τα σάλια του να τρέχουν ακόμα καταγής. Πίσω του ο σκύλος χόρευε δεμένος με την αλυσίδα του κουνώντας ασταμάτητα την ουρά του.
  Έπιασε το πουλί του πάνω από το παντελόνι και το μετακίνησε να τον βολεύει καλύτερα.
  Ήταν μούσκεμα.
  Βούτηξε το κανάτι με το κρασί. Έκατσε στο αχυρένιο κρεβάτι κι άρχισε να ρουφάει λαίμαργα.
  Κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Ένα ύπνο βαθύ δίχως όνειρα.
  Τι να έβλεπε άλλωστε όταν οι μύχιοι φόβοι στο υποσυνείδητο των ανθρώπων ήταν η δική του καθημερινότητα. Μόνο παραμίλαγε καμιά φορά και ξύπναγε το γκέκα του ψιθυρίζοντας, «… χέρι… χέρι… ΧΕΡΙ».
©Δημήτρης Μποσκαΐνος
Photo: Author unknown